κρίμνα

κρίμνα
κρίμνᾱ , κρεμάννυμι
hramjan
pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic)
κρίμνᾱ , κρεμάννυμι
hramjan
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
κρίμνον
coarse barley meal
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρίμν' — κρίμνᾳ , κρεμάννυμι hramjan pres ind mp 2nd sg (attic) κρίμνα , κρίμνον coarse barley meal neut nom/voc/acc pl κρίμνε , κρίμνος fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίμνον — κρῑμνον και κρίμνον, τὸ (Α) 1. χοντροαλεσμένο κριθάρι 2. ψωμί παρασκευασμένο από χοντροαλεσμένο κριθάρι 3. στον πληθ. τὰ κρῑμνα ή κρίμνα ψίχουλα ψωμιού με τα οποία καθάριζαν τα χέρια κατά τα δείπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με… …   Dictionary of Greek

  • πολύκριμνος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κρίμνα, πολύ χοντροαλεσμένο κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρῖμνον «χοντροαλεσμένο κριθάρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”